χαρτογραφικός

χαρτογραφικός
-ή, -ό, Ν
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην χαρτογραφία ή στον χαρτογράφο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαρτογραφία. Η λ. μαρτυρείται από το 1877 στον Αντ. Μηλιαράκη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • χαρτογραφικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη χαρτογραφία ή στο χαρτογράφο: Αγόρασε χαρτογραφικά όργανα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”